Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΚΜΕΤΖΗΣ «ΚΑΛΕΣ»

Συνεχίζουμε την διαδρομή μας στα σοκάκια της Χώρας και της Νάξου. Ο συνεργάτης μας, συγγραφέας και ιστοριοδίφης Μανώλης Κ. Βιλαντώνης μας μιλά με τον δικό του απλό αλλά συγχρόνως μεστό τρόπο ακόμη μία φιγούρα που γνωρίζουμε, αγαπάμε και σεβόμαστε. Ανήκει στην φουρνιά αυτη των τελευταίων αυθεντικών εκπροσώπων μιας πόλης χάνεται στο χθες στη λήθη και στη σκόνη, χωρίς επιστροφή...

Η οικογένεια του Γιάννη Εκμετζή καταγόταν πό την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Το 1924 μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή κατέληξαν και έμειναν στη Χώρα Νάξου. Το όνομα Εκμετζής σημαίνει αρτοποιός από κάποιο πρόγονό τους που έκανε το επάγγελμα αυτό. Στη Νάξο νοίκιασαν σπίτι στην περιοχή της Γρόττας, πίσω από τον Άγιο Αντώνιο. Ο Γιάννης ήταν τότε τεσσάρων ετών.
Ο πατέρας του, Γιάννης Εκμετζής κι αυτός, άνθρωπος άξιος και προκομμένος έπιασε αμέσως δουλειά στο κατάστημα των Αδελφών Γεροντάκη. Μετά από λίγα χρόνια έφυγε από εκεί και έκανε εμπόριο με πήλινα στα διάφορα χωριά της Νάξου. Πουλούσε τσουκάλια, πιάτα, κανάτες και πολλές φορές αντί για χρήματα τού έδιναν προϊόντα: τυριά, αυγά, κοτόπουλα, ελιές, κρασί και άλλα, τα οποία πουλούσε στη Χώρα. Ακόμη έπαιρνε και βώλους από τα κατακάθια του κρασιού, «νίλες», όπως τις έλεγαν, τις έδινε στο μεγαλοκατάστημα των Αδελφών Βαλληνδρά κι εκείνοι τα έστελναν στην Κρήτη και από εκεί έφευγαν για τη Γερμανία. Το όνομα «Καλές» το πήρε γιατί ήταν ευγενικός άνθρωπος, αποκαλούσε τους ανθρώπους σε κάθε συναλλαγή του με τη λέξη «καλέ». Το επώνυμό του (Εκμετζής) ήταν δύσκολο και οι άνθρωποι για να τον προσδιορίσουν και να τον αναγνωρίσουν έλεγαν «ο Καλές» και έτσι έμεινε και αυτό το όνομα.
Το τελευταίο επάγγελμα που έκανε ο πατέρας του Γιάννη Εκμετζή ήταν του νερουλά και αυτό μέχρι το τέλος της ζωής του. Μετέφερε με στάμνες στον ώμο νερό στα διάφορα καταστήματα και σπίτια και εν συνεχεία μπετόνια που φόρτωνε σε γαϊδουράκια. Το γέμισμα στα μπετόνια το έκανε ο μικρός γιος του Γιάννης από τις βρύσες της Φουντάνας.
Ο Γιάννης Εκμετζής γεννήθηκε το 1920 στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Από μικρός (στην Ελλάδα πια) έκανε διάφορες εργασίες. Στα 13 του χρόνια εργάστηκε στην κατασκευή του δρόμου Χώρας-Ποταμιάς. Του έδιναν μεροκάματο 15 δραχμές, όταν η οκά το λάδι είχε 28 δραχμές. Μεγαλώνοντας έκανε και ο ίδιος εμπόριο στα χωριά με διάφορα είδη νοικοκυριού, όπως κάλτσες, μαντήλια, κλωστές, κουβαρίστρες, βελόνες και άλλα. Όταν ήταν ο καιρός της συγκομιδής της ζαφοράς μάζευε τους κρόκους από το λουλούδι και το έδινε στο Φαρμακείο του Δελλαρόκα για χρήση σε πολλά φάρμακα και έπαιρνε για κάθε γραμμάριο 2 δραχμές για τον κίτρινο κρόκο και μια δραχμή για τον κόκκινο κρόκο.
Για 47 μήνες υπηρέτησε τη θητεία του στο στρατό και έλαβε μέρος στον Εμφύλιο πόλεμο ως μάχιμος στη 10η Ορεινή Μεραρχία. Όταν απολύθηκε γύρισε στη Νάξο. Παντρεύτηκε τη Δέσποινα Κωστοπούλου από την Ίο (Νιο) Κυκλάδων. Εργαζόταν σε διάφορες αποθήκες: Κλουβάτου, Μαρούλη, έπειτα Κοκκολιού και τέλος συνταξιοδοτήθηκε από το κατάστημα των Αδελφών Φραγκουδάκη.
Τώρα πια είναι στα 91 του χρόνια. Τον συνάντησα πρωί να πίνει τον καφέ του σε ένα καφενείο δίπλα από την εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας. Έδειχνε μικρότερος και του το είπα. «Κάνω καλή διατροφή», μου είπε, «δεν τρώω το κρέας και λιπαρά. Και η οικογένειά μου είχε μακροζωία».
Αγαπητός, καλόκαρδος, με χαμόγελο, απολάμβανε τους κόπους μιας ολάκερες ζωής. Εύχομαι να ζήσει πολλά χρόνια ακόμα, όσα του δώσει ο Θεός. Γιατί είναι ένα κόσμημα για όλους και ιδίως για τους ανθρώπους που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν. Και εκείνος τους λατρεύει και επίσης τον τόπο που μεγάλωσε και δεν αποχωρίστηκε ποτέ.
*
(Υ.Γ. Ευχαριστώ τον φιλόλογο κ. Γιάννη Λογαρά για τη φωτογραφική υποστήριξή του με δικές του φωτογραφίες ή με αντιγραφή φωτογραφιών από αρχεία και για την ηλεκτρονική μεταγραφή και αποστολή των κειμένων της εργασίας μου στην «Κυκλαδική»).
Μανώλης Κ. Βιλαντώνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου